Της
Μάρως Βλαχάκη
Φαντάζομαι πως δεν είμαι η μόνη που το 'χω πάθει…
Έτσι όπως μπαίνεις σ’ ένα λεωφορείο και λες με ανακούφιση να απολαύσεις τη διαδρομή, να βάλεις τις σκέψεις σου σε μια τάξη, αρχίζει ο διπλανός… «Και σεις εκεί πάτε;». Κι αν κάνεις το λάθος και δεν του απαντήσεις μονολεκτικά, πώς να του κόψεις τη φόρα;
Μια απ’ αυτές τις φορές ήταν και η φορά που αποφασίσαμε εγώ και οι φίλες μου να συνδυάσουμε το «τερπνόν μετά του ωφελίμου». Να απολαύσουμε με το λεωφορείο την πανέμορφη διαδρομή Σκόπελος-Έλιος-Παλιό Κλήμα-Γλώσσα και να αφεθούμε στα θαυματουργά χέρια της Μονίκ, της Γαλλίδας κομμώτριας που είχε μόλις εγκατασταθεί εκεί.
Μέσα στο λεωφορείο, τα γέλια δίναν και παίρνανε με κάθε λέξη Γαλλικών που πετούσε η μια στην άλλη… «κουπέ» έλεγε η μια, «μιζαμπλί» η άλλη.
Και κει πάνω στα γέλια, γυρίζει ο διπλανός, που τ’ ορκίζομαι πρώτη φορά τον έβλεπα. «Πού πας; Στο Παλιό Κλήμα;» με ρωτάει. «Να τα μας», σκέφτηκα. Γύρισα, τον κοίταξα με σοβαρό ύφος, αλλά παρατηρώντας τον γλύκανα λίγο, γιατί είδα πως έμοιαζε σαν να ήταν βγαλμένος από παλιά ταινία. Η τσάκιση στο παντελόνι σωστό ξυράφι, το μουστακάκι ποντικοουρά, το λουστρινάκι στην πέννα. Συμπαθητικός θα μου φαινότανε, αν το ταξίδι αυτό ήταν ταξίδι στο χρόνο.
-Στη Γλώσσα πάω.
-Α! Θτη Γλώθα πάω.
-Ορίστε;
-Ορίθτε; Άμα σ’ δώσω μια στα μούτρα, θα σ’ πω εγώ που θα πας.
-Τί λέτε κύριε;
- Κερί και λβάνι που θα μ’ πεις…
-Με ξέρετε κύριε;
-Εσύ φιρί -φιρί το πας για στ’ν ρίξω τ’ μπουνιά. Να! Εδώ απάν’ απ’ τα μάτια σ’ θα στ’ν χώσω.
Κάνω να σηκωθώ και με τραβάει απ’ το μανίκι της ζακέτας μου πάλι στο κάθισμα. Την ώρα εκείνη ο οδηγός που είχε παρεξηγήσει, μάλλον την κατάσταση, μου φώναξε. «Μάρω φλερτ;». «Ξέρω εγώ;» του απάντησα.
-Ξηράδια σ’. Μου ‘βαλες και τα κραγιόνια πρωί-πρωί και μας κάνεις τ’ σπουδαία φωτιά να σε κάψ.
- Κύριε μήπως με περνάτε για την αδερφή μου που έχει σπίτι εδώ στο Έλιος; Μήπως με μπερδεύετε με κείνη;
-Κοίτα! Εγώ κατεβαίνω εδώ στο Έλιος. Κοίτα με καλά για να με θμηθείς τ’ν άλλη φορά που θα σε ξανανταμώσω. Μη με ξεχάσεις γιατί…
Και κατέβηκε στη στάση μονολογώντας «Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα; Ξεχνιούνται;».
Το τί έγινε μετά δεν περιγράφεται. Δεν καταλάβαμε πώς φτάσαμε στον προορισμό μας απ’ τα γέλια. Κι αυτό το αστείο που πάντα μας έκανε να γελάμε, κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια. Αυτό μ’ έβαζε σε σκέψεις, βέβαια, πως δεν θα αργούσε και η συνέχεια. Σαν το χιόνι που αν δεν λιώνει, όπως λένε, περιμένει κι άλλο.
Και είκοσι χρόνια μετά, ήρθε και το άλλο…
Είμαι στο Έλιος αυτή τη φορά, αρχές Σεπτέμβρη. Περιμένοντας το λεωφορείο στη στάση, μπροστά στο «σούπερ μάρκετ», άρχισε να ψιλοβρέχει. Μαζευτήκαμε όσοι είμασταν εκεί, κάτω απ’ τη μαρκίζα, για να μη βραχούμε. Εγώ είχα κι άλλο λόγο, για να είμαι κοντά στην βιτρίνα, γιατί συνήθιζα να διαβάζω τις ταμπελίτσες που «κοσμούσαν» τα προϊόντα.
«Μελιτσόνες», «Πράσονα φασούλεα μακρινάρια», «Ντομούτες» «Περδικάλια»,
«Ώσπρεα», «Σεργιέτες» και «Χαρτή μιτσιγίις»
Μα απάνω στα καλλίτερα, μου κόβει την ανάγνωση η προειδοποιητική κόρνα του λεωφορείου απ’ την πάνω στροφή.
Γυρίζοντας το κεφάλι μου, βλέπω και κάποιον να έρχεται με βήμα γοργό, με μια ομπρέλα μαύρη, σαν πελώρια αράχνη, που τον κουκούλωνε. «Προνοητικός ο κύριος» σκέφτηκα. «Καλημέρα» λέει σε όλους μας. «Καλημέρα» λεν και οι άλλοι και «Καλημέρα σας» λέω και εγώ ευγενικά.
Τώρα, για πότε έκλεισε η ομπρέλα και για πότε μου 'ρθε στο «δόξα πατρί», ούτε που το κατάλαβα. «Πάλι δε με γνώρ’σες ε; Πάλι;» είπε καθώς με τραβολόγαγε ως τη θέση του λεωφορείου, που προόριζε για μένα, μπροστά στους σαστισμένους επιβάτες, Με έριξε στο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο και κάθισε αυτός στην εξωτερική θέση, για να σιγουρευτεί πως δεν θα του ξεφύγω.
-Πάλι δε με γνώρ’σες; Είδες τί παθαίνεις για να μη θ’μάσαι;
-Είδα…
-Αρή στρίγλικου, δεν είμαι ο φίλος σ’, που’ χες στο Παλιό το Κλήμα; Μονάχα εμένα είχες φίλο, απ’ ούλα τ’ αγόρια που ’ξερες. Μαλέ μουουου! Με ποιόν έπαιζες ούλ’ μέρα στη στέρνα τ’ς γιαγιάς; Ποιος αρή σ’ κρατούσε τα γατιά για να πεταλώσεις με τα καρυδότσουφλα, για να γλυστράνε, εκ’ πέρα στου Πεύκου; Ποιος; Εγώ αρή ξεμυαλ’σμένη. Τώρα που στο ταρακούνησα το μυαλό σ’ θμάσαι;
«Θυμάμαι» του είπα και κοιτάζοντάς τον κατάματα, ψέλλισα «συγνώμη φίλε μου, συγνώμη». « Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα;» με ρώτησε συνωμοτικά. «Όχι δεν πρέπει να ξεχνιούνται» του απάντησα με το ίδιο ύφος. Και μόλις είδα «την ποντικοουρά» να παίρνει την ανηφόρα από το χαμόγελο της ικανοποίησης, γύρισα προς το παράθυρο.
-Θυμήθηκες! Μπράβο! Θυμήθηκες…
-Θυμήθηκα! Θυμήθηκα!
κι άρχισα να θυμάμαι…
Θυμήθηκα…
Αυτούς που ερωτεύτηκα, αυτούς που είχα δοθεί, αυτούς που τους βοήθησα να βρούνε μια δουλειά, όλους αυτούς που μόνιασα με όλο τους το σόι , αυτούς που τους αντάμωσα με την ίδια τους τη μάνα, αυτούς που τους σιδέρωνα, τους έπλενα, τους τάιζα, τους κοίμιζα. Αυτούς που με τ’ αστεία μου, τους γιάτρευα πληγές. Αυτούς που μου ήταν αχώριστοι, όταν ήμουν στα «πάνω» μου και σαν ποντίκια λάκισαν σαν είδαν πως βουλιάζω.
Θυμήθηκα…Θυμήθηκα…Τα δανεικά κι αγύριστα. Όλες τις λεπτομέρειες…
Γι' αυτούς που ξεσπιτώθηκα, γι' αυτούς που ξενιτεύτηκα, γι' αυτούς που απαρνήθηκα και μάνα και πατέρα, γι' αυτούς που παραμέρισα όλα τα όνειρά μου.
Θυμήθηκα…Θυμήθηκα…
Γι αυτούς που μοιραστήκανε φρεσκάδα απ’ τα νιάτα μου, κομμάτια απ’ την καρδιά μου, γι' αυτούς που τους νοιαζόμουνα τη νύχτα και τη μέρα.
Θυμήθηκα... Θυμήθηκα... Όλες τις λεπτομέρειες...
Γι αυτούς που ακούω ξερόβηχα αντί για καλημέρα.
Γι' αυτούς… Γι' αυτούς… Γι' αυτούς… Γι' αυτούς.
Φρένα ακούω… Φτάσαμε… Μου ’ρθε κάτι σαν τρέλα…
Γυρνάω και λέω…
«Παλιόφιλε, δώσε μου την ομπρέλα!».
Μάρως Βλαχάκη
Φαντάζομαι πως δεν είμαι η μόνη που το 'χω πάθει…
Έτσι όπως μπαίνεις σ’ ένα λεωφορείο και λες με ανακούφιση να απολαύσεις τη διαδρομή, να βάλεις τις σκέψεις σου σε μια τάξη, αρχίζει ο διπλανός… «Και σεις εκεί πάτε;». Κι αν κάνεις το λάθος και δεν του απαντήσεις μονολεκτικά, πώς να του κόψεις τη φόρα;
Μια απ’ αυτές τις φορές ήταν και η φορά που αποφασίσαμε εγώ και οι φίλες μου να συνδυάσουμε το «τερπνόν μετά του ωφελίμου». Να απολαύσουμε με το λεωφορείο την πανέμορφη διαδρομή Σκόπελος-Έλιος-Παλιό Κλήμα-Γλώσσα και να αφεθούμε στα θαυματουργά χέρια της Μονίκ, της Γαλλίδας κομμώτριας που είχε μόλις εγκατασταθεί εκεί.
Μέσα στο λεωφορείο, τα γέλια δίναν και παίρνανε με κάθε λέξη Γαλλικών που πετούσε η μια στην άλλη… «κουπέ» έλεγε η μια, «μιζαμπλί» η άλλη.
Και κει πάνω στα γέλια, γυρίζει ο διπλανός, που τ’ ορκίζομαι πρώτη φορά τον έβλεπα. «Πού πας; Στο Παλιό Κλήμα;» με ρωτάει. «Να τα μας», σκέφτηκα. Γύρισα, τον κοίταξα με σοβαρό ύφος, αλλά παρατηρώντας τον γλύκανα λίγο, γιατί είδα πως έμοιαζε σαν να ήταν βγαλμένος από παλιά ταινία. Η τσάκιση στο παντελόνι σωστό ξυράφι, το μουστακάκι ποντικοουρά, το λουστρινάκι στην πέννα. Συμπαθητικός θα μου φαινότανε, αν το ταξίδι αυτό ήταν ταξίδι στο χρόνο.
-Στη Γλώσσα πάω.
-Α! Θτη Γλώθα πάω.
-Ορίστε;
-Ορίθτε; Άμα σ’ δώσω μια στα μούτρα, θα σ’ πω εγώ που θα πας.
-Τί λέτε κύριε;
- Κερί και λβάνι που θα μ’ πεις…
-Με ξέρετε κύριε;
-Εσύ φιρί -φιρί το πας για στ’ν ρίξω τ’ μπουνιά. Να! Εδώ απάν’ απ’ τα μάτια σ’ θα στ’ν χώσω.
Κάνω να σηκωθώ και με τραβάει απ’ το μανίκι της ζακέτας μου πάλι στο κάθισμα. Την ώρα εκείνη ο οδηγός που είχε παρεξηγήσει, μάλλον την κατάσταση, μου φώναξε. «Μάρω φλερτ;». «Ξέρω εγώ;» του απάντησα.
-Ξηράδια σ’. Μου ‘βαλες και τα κραγιόνια πρωί-πρωί και μας κάνεις τ’ σπουδαία φωτιά να σε κάψ.
- Κύριε μήπως με περνάτε για την αδερφή μου που έχει σπίτι εδώ στο Έλιος; Μήπως με μπερδεύετε με κείνη;
-Κοίτα! Εγώ κατεβαίνω εδώ στο Έλιος. Κοίτα με καλά για να με θμηθείς τ’ν άλλη φορά που θα σε ξανανταμώσω. Μη με ξεχάσεις γιατί…
Και κατέβηκε στη στάση μονολογώντας «Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα; Ξεχνιούνται;».
Το τί έγινε μετά δεν περιγράφεται. Δεν καταλάβαμε πώς φτάσαμε στον προορισμό μας απ’ τα γέλια. Κι αυτό το αστείο που πάντα μας έκανε να γελάμε, κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια. Αυτό μ’ έβαζε σε σκέψεις, βέβαια, πως δεν θα αργούσε και η συνέχεια. Σαν το χιόνι που αν δεν λιώνει, όπως λένε, περιμένει κι άλλο.
Και είκοσι χρόνια μετά, ήρθε και το άλλο…
Είμαι στο Έλιος αυτή τη φορά, αρχές Σεπτέμβρη. Περιμένοντας το λεωφορείο στη στάση, μπροστά στο «σούπερ μάρκετ», άρχισε να ψιλοβρέχει. Μαζευτήκαμε όσοι είμασταν εκεί, κάτω απ’ τη μαρκίζα, για να μη βραχούμε. Εγώ είχα κι άλλο λόγο, για να είμαι κοντά στην βιτρίνα, γιατί συνήθιζα να διαβάζω τις ταμπελίτσες που «κοσμούσαν» τα προϊόντα.
«Μελιτσόνες», «Πράσονα φασούλεα μακρινάρια», «Ντομούτες» «Περδικάλια»,
«Ώσπρεα», «Σεργιέτες» και «Χαρτή μιτσιγίις»
Μα απάνω στα καλλίτερα, μου κόβει την ανάγνωση η προειδοποιητική κόρνα του λεωφορείου απ’ την πάνω στροφή.
Γυρίζοντας το κεφάλι μου, βλέπω και κάποιον να έρχεται με βήμα γοργό, με μια ομπρέλα μαύρη, σαν πελώρια αράχνη, που τον κουκούλωνε. «Προνοητικός ο κύριος» σκέφτηκα. «Καλημέρα» λέει σε όλους μας. «Καλημέρα» λεν και οι άλλοι και «Καλημέρα σας» λέω και εγώ ευγενικά.
Τώρα, για πότε έκλεισε η ομπρέλα και για πότε μου 'ρθε στο «δόξα πατρί», ούτε που το κατάλαβα. «Πάλι δε με γνώρ’σες ε; Πάλι;» είπε καθώς με τραβολόγαγε ως τη θέση του λεωφορείου, που προόριζε για μένα, μπροστά στους σαστισμένους επιβάτες, Με έριξε στο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο και κάθισε αυτός στην εξωτερική θέση, για να σιγουρευτεί πως δεν θα του ξεφύγω.
-Πάλι δε με γνώρ’σες; Είδες τί παθαίνεις για να μη θ’μάσαι;
-Είδα…
-Αρή στρίγλικου, δεν είμαι ο φίλος σ’, που’ χες στο Παλιό το Κλήμα; Μονάχα εμένα είχες φίλο, απ’ ούλα τ’ αγόρια που ’ξερες. Μαλέ μουουου! Με ποιόν έπαιζες ούλ’ μέρα στη στέρνα τ’ς γιαγιάς; Ποιος αρή σ’ κρατούσε τα γατιά για να πεταλώσεις με τα καρυδότσουφλα, για να γλυστράνε, εκ’ πέρα στου Πεύκου; Ποιος; Εγώ αρή ξεμυαλ’σμένη. Τώρα που στο ταρακούνησα το μυαλό σ’ θμάσαι;
«Θυμάμαι» του είπα και κοιτάζοντάς τον κατάματα, ψέλλισα «συγνώμη φίλε μου, συγνώμη». « Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα;» με ρώτησε συνωμοτικά. «Όχι δεν πρέπει να ξεχνιούνται» του απάντησα με το ίδιο ύφος. Και μόλις είδα «την ποντικοουρά» να παίρνει την ανηφόρα από το χαμόγελο της ικανοποίησης, γύρισα προς το παράθυρο.
-Θυμήθηκες! Μπράβο! Θυμήθηκες…
-Θυμήθηκα! Θυμήθηκα!
κι άρχισα να θυμάμαι…
Θυμήθηκα…
Αυτούς που ερωτεύτηκα, αυτούς που είχα δοθεί, αυτούς που τους βοήθησα να βρούνε μια δουλειά, όλους αυτούς που μόνιασα με όλο τους το σόι , αυτούς που τους αντάμωσα με την ίδια τους τη μάνα, αυτούς που τους σιδέρωνα, τους έπλενα, τους τάιζα, τους κοίμιζα. Αυτούς που με τ’ αστεία μου, τους γιάτρευα πληγές. Αυτούς που μου ήταν αχώριστοι, όταν ήμουν στα «πάνω» μου και σαν ποντίκια λάκισαν σαν είδαν πως βουλιάζω.
Θυμήθηκα…Θυμήθηκα…Τα δανεικά κι αγύριστα. Όλες τις λεπτομέρειες…
Γι' αυτούς που ξεσπιτώθηκα, γι' αυτούς που ξενιτεύτηκα, γι' αυτούς που απαρνήθηκα και μάνα και πατέρα, γι' αυτούς που παραμέρισα όλα τα όνειρά μου.
Θυμήθηκα…Θυμήθηκα…
Γι αυτούς που μοιραστήκανε φρεσκάδα απ’ τα νιάτα μου, κομμάτια απ’ την καρδιά μου, γι' αυτούς που τους νοιαζόμουνα τη νύχτα και τη μέρα.
Θυμήθηκα... Θυμήθηκα... Όλες τις λεπτομέρειες...
Γι αυτούς που ακούω ξερόβηχα αντί για καλημέρα.
Γι' αυτούς… Γι' αυτούς… Γι' αυτούς… Γι' αυτούς.
Φρένα ακούω… Φτάσαμε… Μου ’ρθε κάτι σαν τρέλα…
Γυρνάω και λέω…
«Παλιόφιλε, δώσε μου την ομπρέλα!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕ ΓΡΑΦΗ greeklish ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
H efimerida-sporades.blogspot.gr ενθαρρύνει τους αναγνώστες να εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τo blog. Παρακαλούμε τα κείμενα να μην είναι υβριστικά, να μην συκοφαντούν και να μην γράφονται σε greeklish. Οι διαχειριστές φέρουν ευθύνη μόνο για τα επώνυμα άρθρα των συντακτών και των συνεργατών της.
Σας ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας.