Παγιδευτήκαμε στο παρελθόν.
Πιανόμαστε απ' τις λέξεις για να σωθούμε.
Λέξεις σπουδαίων ανδρών, μιας εποχής, που όπως φαίνεται, οι γυναίκες στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν. Από ελάχιστες ο λόγος τους επέζησε.
Αναζητούμε λόγια σοφά, λόγια που έμειναν στην ιστορία, όπως οι ναυαγοί τα σωσίβια. Καμαρώνουμε για τις ανακαλύψεις μας, για την καταγωγή μας.
Και τι μ' αυτό; Σωνόμαστε γιατί οι ρίζες μας είναι τροφαντές;
Νοιαζόμαστε για τα καινούρια φύτρα;
Πνιγόμαστε. Πνιγόμαστε στην προσπάθεια να πιαστούμε από τα πιο μακρινά μας σωσίβια. Και τα παιδιά μας; Τα εγγόνια μας, από ποια σωσίβια θα πιαστούν, αφού εμείς τους μεγαλώνουμε την απόσταση; Τι είδους δικά μας πατήματα θα αφήσουμε στο πέρασμά μας, για να πατήσουν;
Αναζητούμε σωσίβια, γιατί πετάξαμε τα ολοκαίνουργα που…
κρατούσαμε στην αγκαλιά μας. Πετάξαμε τις οικογενειακές μας συνήθειες. Το γιορτινό τραπέζι. Πετάξαμε το φιλί της Μάνας μας, το χάδι του Πατέρα στα αζήτητα. Θάψαμε κάτω απ' τη γλώσσα μας την καλημέρα μας. Στερήσαμε τη γλύκα της καραμέλας και του λουκουμιού από τα χείλη των παιδιών της γειτονιάς.
Τους σκίσαμε τη μπάλα, τους στερήσαμε τις φωνές του παιχνιδιού τους. Σιωπή....
Σκεπτόμαστε τώρα..
Πρέπει να θυμηθούμε τα λόγια σπουδαίων ανδρών, για να σωθούμε.
Να θυμηθούμε. καθισμένοι με την άνεσή μας και την ησυχία μας, μπροστά στον υπολογιστή μας, με όλα τα φώτα μας αναμμένα.
Να θυμηθούμε όσα είπε...
Αυτός που πέθανε για την ελευθερία.
Αυτός που με το φανάρι αναζητούσε άνθρωπο.
Αυτός που μ' ένα κερί δίδασκε στο κρυφό Σχολειό.
Αυτός που ήπιε το κώνειο.
Αυτή η Ηπειρώτισσα στην Πίνδο... πώς τη λένε;
Αυτός ο Παπάς που αποκεφαλίστηκε ο.πως τον λένε.
Αυτή η Εργάτρια που πέθανε για κάποια δικαιώματα… λέει..
Σκεπτόμαστε... Πόσο ευχάριστα σκεπτόμαστε με όλα τα φώτα αναμμένα!
Κι ούτε καν περνάει απ' το μυαλό μας, τι μπορεί να σκέπτεται.
Ο γείτονας που δεν έχει ρεύμα.
Η γρια που δεν έχει φάρμακα.
Ο άνεργος εργάτης.
Τα γερασμένα νιάτα.
Τα παιδιά μας τα ίδια, που η απραξία μας τους στέρησε το μέλλον.
Η απραξία μας ναι. Ναι!
Όλοι μας ακίνητοι, σαν καμαρωτές νύφες σε προξενιό. Περιμένουμε τους γαμπρούς κάθε λίγο και λιγάκι. Μωρέ πώς τους λένε... Πολιτικούς θαρρώ..
Κι έρχονται οι γαμπροί. Ποιόν να πρωτοδιαλέξουμε με τόσα ταξίματα στην ποδιά μας. Κάποιον πρέπει να πάρουμε, όπως έκαναν τότε, οι παλιοί. Ανύπαντρες θα μείνουμε; Και δεν σκεπτόμαστε, απ' το πολύ μας το καμάρι, πως εμείς είμαστε τα μοναδικά τους σωσίβια. Πως από μας εξαρτάται όλη τους η ζωή. Μ' ένα μπαμ μιας τόσης δα καρφίτσας και βουρ για τον πάτο.
Στο «τότε» εμείς. Εκεί..
Κι έρχεται το «τότε» στο «τώρα». Κι έρχονται οι Προικοθήρες στα σπίτια μας και όχι μόνο θρονιάζονται, μας τα παίρνουν κι από πάνω. Και εμείς, ούτε ένα βήμα μπρος. 2014 π.Χ Ναι! Προ Χριστού. Γιατί ούτε στις πράξεις μας βρίσκεται το χνάρι Του, ούτε τα λόγια Του τα εντάξαμε στα λόγια των Σοφών.
Πνιγόμαστε. Πνιγόμαστε γιατί πετάξαμε τα ολοκαίνουργα σωσίβια που γέμιζαν την αγκαλιά μας. Πετάξαμε όλα όσα μας κρατούσαν όρθιους. Τόσα πολλά κρατήματα, που το νερό που φοβόμαστε, μπορεί και να φτάνει ίσα ίσα μέχρι τον αστράγαλο.
Τόσα κρατήματα!
Στο χέρι μας είναι να τα ξαναβρούμε. Να δεις πώς τα λένε. Φιλότιμο… Ανθρωπιά… Πίστη… Παράδοση… Ήθη…Έθιμα… Αγάπη… Παιδεία… Πολιτισμό.
Και να δεις πόσο γρήγορα διακλαδίζονται. Πόσο γρήγορα φυτρώνουν τα λόγια των νέων του «τώρα», λόγια που θα προορίζονται να γίνουν λόγια Σοφών του «τότε».Του πότε; Του 2014 μ Χ. Πόσο γρήγορα!
Όρθιοι λοιπόν, γιατί οι όρθιοι αφήνουν γερά πατήματα.
Και ποιος ξέρει; Ίσως , κάποια μέρα, κάποιος πει για τον καθένα μας.
«Αυτά τα λόγια τα είπε η...πώς τη λένε..ο πώς τον λένε..τέλος πάντων...ήταν ένας καλός άνθρωπος.. θαρρώ..».
Μάρω Βουδούρογλου Βλαχάκη
Θαυμάσιο κείμενο, βιωματικὸ καὶ φωτεινό. Νἄσαι καλὰ Μάρω. Ἀνασαίνουμε αἰσιοδοξία. π. κ. ν. καλλιανός
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα καλά τα λες!!
ΑπάντησηΔιαγραφή